αλητόπαιδο

αλητόπαιδο
το και αλητόπαις, ο
παιδί τού δρόμου, αλάνι, χαμίνι, γαβριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλήτης + παιδί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλητόπαιδο — το παιδί που ζει ή φέρνεται σαν αλήτης: Στη γειτονιά υπήρχαν και μερικά αλητόπαιδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Polychronis Lembesis — Infobox actor bgcolour = blue name = Polychronis Lembesis imagesize = 250px caption = birthname = Polychronos Lembesis birthdate = 1848 location = flagicon|Greece Salamis Island, Greece deathdate = 1913 deathplace = flagicon|Greece Athens, Greece …   Wikipedia

  • αγυιόπαιδο — το παιδί τού δρόμου, αλητόπαιδο, χαμίνι, αλάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγυιὰ + παῖς] …   Dictionary of Greek

  • αλάνι — το 1. υπαίθριος χώρος, έξω από την πόλη ή μέσα σ’ αυτή, αλάνα 2. παιδί τού δρόμου, αλητόπαιδο, χαμίνι, αλάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. λ. alan «πέρασμα μέσα στο δάσος». ΠΑΡ. νεοελλ. αλάνα, αλάνης, αλανιάρης] …   Dictionary of Greek

  • αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του …   Dictionary of Greek

  • μάγκας — ο, θηλ. μάγκισσα 1. (το αρσ.) (κατά την τουρκοκρατία και κατά την επανάσταση τού 1821) άτακτος στρατιώτης που ανήκε σε μια μάγκα 2. (στο παρελθόν) νέος χωρίς βιοποριστικό επάγγελμα που περιφερόταν στους δρόμους και ζούσε από θελήματα ή και… …   Dictionary of Greek

  • μαγκόπαιδο — το μικρός μάγκας, αλητόπαιδο, χαμίνι, παιδί τού δρόμου …   Dictionary of Greek

  • τσογλάνι — και τσοκλάνι, το, Ν 1. (επί τουρκοκρατίας) παιδί χριστιανικής οικογένειας που διατελούσε στην υπηρεσία τών Τούρκων σουλτάνων 2. μτφ. αλητόπαιδο, παλιόπαιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. coglan] …   Dictionary of Greek

  • χαμίνι — το, Ν παιδί τού δρόμου, αλητόπαιδο, αλάνι, γαβριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gamin «πιτσιρίκος, αλητάκος». Η λ. πλάστηκε από τον Ιω. Ισιο. Σκυλίτση στη μετάφραση τών Αθλίων τού Β. Ουγκώ] …   Dictionary of Greek

  • αλάνι — το (λ. τουρκ.) 1. ανοιχτός χώρος αμάντρωτος (όπου συνήθως μαζεύονται αλητόπαιδα): Κοντά στο σπίτι τους βρισκόταν ένα μεγάλο αλάνι. 2. το αλητόπαιδο, ο αλανιάρης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”